- πανύστατος
- παν-ύστατος: the very last.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πανύστατος — last of all masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανύστατος — η, ο / πανύστατος, άτη, ον, ΝΑ ο ολωσδιόλου τελευταίος, ο έσχατος όλων («προσγελᾱτε τὸν πανύστατον γέλων», Ευρ.) αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) πανύστατον και πανύστατα για τελευταία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὕστατος] … Dictionary of Greek
πανυστάτιον — πανύστατος last of all masc acc sg πανύστατος last of all neut nom/voc/acc sg πανυστάτιος masc acc sg πανυστάτιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυστάτως — πανύστατος last of all adverbial πανύστατος last of all masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυστατίην — πανύστατος last of all fem acc sg (epic ionic) πανυστάτιος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυστατίῳ — πανύστατος last of all masc/neut dat sg πανυστάτιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυστάτην — πανύστατος last of all fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυστάτοις — πανύστατος last of all masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυστάτου — πανύστατος last of all masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανύστατοι — πανύστατος last of all masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανύσταθ' — πανύστατα , πανύστατον indeclform (adverb) πανύστατα , πανύστατος last of all neut nom/voc/acc pl πανύστατε , πανύστατος last of all masc voc sg πανύσταται , πανύστατος last of all fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)